ταλασιουργώ

ταλασιουργώ
-έω, ΜΑ [ταλασιουργός]
κατεργάζομαι το μαλλί, τό ετοιμάζω για ύφανση («οἷα γυναικὶ πρέποντά ἐστιν εἰπεῑν ταλασιουργῷ περὶ ἐρίων ἐργασίας;», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταλασιουργῷ — ταλασιουργός wool spinner masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνταλασιουργώ — έω, Α (ποιητ. τ.) επεξεργάζομαι μαλλί μαζί με άλλον, ταλασιουργῶ* μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταλασιουργῶ «επεξεργάζομαι τα έρια, γνέθω και ξαίνω το μαλλί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”